διασπώμαι

διασπώμαι
διασπώμαι, διασπάστηκα, διασπασμένος βλ. πίν. 72

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διασπῶμαι — διασπάω tear asunder pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διασπάω tear asunder pres ind mp 1st sg διασπάω tear asunder pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic) διασπάω tear asunder pres subj mp 1st sg (attic epic ionic) διασπάω tear asunder …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδομούμαι — διασπώμαι στα συστατικά μου …   Dictionary of Greek

  • λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… …   Dictionary of Greek

  • υποδιασπώμαι — άομαι, Α [διασπῶμαι] διασπώμαι ή διαχωρίζομαι από κάτι λίγο ή σταδιακά …   Dictionary of Greek

  • απορρηγνύω — ἀπορρηγνύω κ. νυμι (AM) [ρηγνύω κ. νυμι] ξεσπώ αρχ. 1. κόβω, αποκόπτω, αποσπώ 2. κάνω ή αφήνω κάτι να ξεσπάσει 3. ( μαι) αποσπώμαι, αποχωρίζομαι 4. διασπώμαι, διαχωρίζομαι 5. (μτχ. πρκ.) ὁ ἀπερρωγώς παραλυμένος ακόλαστος 6. (μτφ., φρ.) «πνεῡμ… …   Dictionary of Greek

  • αυτολύομαι — βιολ. (για κύτταρα) καταστρέφομαι, διασπώμαι με αυτόλυση …   Dictionary of Greek

  • διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ραγίζω — (I) και ραΐζω Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι) 2. (μτβ.) διακόπτω την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”